-
1 ἀϋτμή
A breath,εἰς ὅ κ' ἀ. ἐν στήθεσσι μένη Il.9.609
; τεῖρε δ' ἀ. Ἡφαίστοιο the fiery breath of Hephaistos, 21.366;ὅσσον πυρὸς ἵκετ' ἀ. Od.16.290
(hence abs. for heat, 9.389): in pl.,περισχίζοντο δ' ἀϋτμαὶ Ἡφαίστου Q.S.13.329
; of bellows,εὔπρηστον ἀ. ἐξανιεῖσαι Il.18.471
;ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν Od.11.400
.2 scent, fragrance,με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀ. 12.369
, cf. Il.14.174; θήρειος ἀ. scent of game, Opp.C.1.467. -
2 ἀμφέρχομαι
II intr., pass, elapse, of time, αἰ φωνίοι πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμφεληλεύθεν ([tense] pf. inf.)ὁ ἄρχων τᾶς δίκας GDI4999
([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφέρχομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий